αστεϊσμός

αστεϊσμός
ο (AM ἀστεϊσμός) [αστεΐζομαι]
νεοελλ.
1. το να αστειεύεται κανείς
2. πληθ. τα αστεία, τα χωρατά
αρχ.
είδος ποιητικής ή ρητορικής ειρωνείας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀστεισμός — wit masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστεϊσμός — ο η αστειότητα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλαμπούρι — Αστεϊσμός, λογοπαίγνιο. Προέρχεται από τη γαλλική λέξη calenbour. * * * το 1. λογοπαίγνιο, χαριτολόγημα, ευφυολόγημα 2. αστείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. calembour] …   Dictionary of Greek

  • ἀστεισμοῖς — ἀστεισμός wit masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεισμοί — ἀστεισμός wit masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεισμοῦ — ἀστεισμός wit masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεισμούς — ἀστεισμός wit masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεισμῶ — ἀστεισμός wit masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεισμῶν — ἀστεισμός wit masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεισμῷ — ἀστεισμός wit masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”